- προχειρισμός
- προχειρ-ισμός, ὁ, = foreg.,A
τῆς δημιουργίας Dam.Pr.270
.II οἱ ἐν π., perh. recruits in training, PAmh.2.39 (ii B.C.).III appointment of an official, PTeb.711.7 (ii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῆς δημιουργίας Dam.Pr.270
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προχειρισμός — ὁ, Α [προχειρίζω] 1. το να γίνεται, να επιτελείται κάτι («προχειρισμὸς τῆς δημιουργίας», Δαμασκ.) 2. (σχετικά με υπάλληλο) διορισμός 3. φρ. «οἱ ἐν προχειρισμῷ» οι νεοσύλλεκτοι που ασκούνται … Dictionary of Greek
προχειρισμοῦ — προχειρισμός recruits in training masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχειρισμόν — προχειρισμός recruits in training masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)